- θελκτήρ
- θελκτήρ, ὁ (Α) [θέλγω]αυτός που καταπραΰνει κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θελκτῆρ' — θελκτῆρα , θελκτήρ soother masc acc sg θελκτῆρι , θελκτήρ soother masc dat sg θελκτῆρε , θελκτήρ soother masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτῆρι — θελκτήρ soother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτῆρος — θελκτήρ soother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
θέλκτωρ — θέλκτωρ, ό (Α) [θέλγω] θελκτήρ* … Dictionary of Greek
θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
πανθέλκτειρα — ἡ, Α αυτή που θέλγει τους πάντες («πανθέλκτειρα ἡμερίς», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θελκτήρ + κατάλ. ειρα] … Dictionary of Greek
dhelgh-, dhelg- (?) — dhelgh , dhelg (?) English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”?? Material: O.E. dolg n., O.H.G. tolc, tolg, dolg n. “wound” (“*blow, knock”), O.N. dolg n. “enmity”, dolgr “fiend”, dylgja “enmity”, wherefore probably N … Proto-Indo-European etymological dictionary